ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

Ο χώρος αυτός είναι χώρος διαλόγου και μπορεί να φιλοξενήσει τις απόψεις σας. Στείλτε στο email: ierissos@rocketmail.com

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Για το δημοτικό σχολείο - οι προτάσεις



Το δεύτερο και τελευταίο μέρος της εργασίας των Δημόπουλου - Μιχαλαρία σχετικά με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.


Ειδικότερες προτάσεις

α) Η εξειδίκευση του δασκάλου ανά τάξη.
Οι γνωστικές, παιδαγωγικές και διδακτικές απαιτήσεις του διδασκαλικού επαγγέλματος δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές της δεκαετίας του ’80 ούτε καν αυτής του ’90. Αυξάνονται και αλλάζουν διαρκώς. Παράλληλα, πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις των ομάδων αναφοράς (μαθητές, γονείς, κράτος) προς το δάσκαλο. Το σημερινό μαθητικό κοινό στο οποίο απευθύνεται ο εκπαιδευτικός του δημοτικού διαθέτει ένα πλήθος γνωστικών και πολιτιστικών παραστάσεων τις οποίες αντλεί από μια μεγάλη ποικιλία πηγών. Για να μπορέσει ο δάσκαλος να ανταποκριθεί πρέπει να επιμορφώνεται και να αυτομορφώνεται αδιάλειπτα, ειδικά στις μεγαλύτερες τάξεις όπου τα παιδιά δίνουν περισσότερη σημασία στο γνωστικό επίπεδο του δασκάλου.
Ωστόσο, ακόμη και αν εξασφαλίσει μια διαρκή γνωστική ανατροφοδότηση δύσκολα μπορεί να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες και την τεράστια γκάμα γνώσεων, τεχνικών και ικανοτήτων που πρέπει να διαθέτει. Δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα φυσικός, μαθηματικός, ιστορικός, φιλόλογος κ.τ.λ., δεν μπορεί να γνωρίζει επαρκώς και μεσαιωνική και νεότερη ιστορία, και ηλεκτρισμό και βιολογία και την ίδια στιγμή να χειρίζεται ικανοποιητικά τις ποικίλες διδακτικές προσεγγίσεις αυτών των επιστημονικών πεδίων. Δεν μπορεί να διαθέτει αξιόλογο αρχείο εκπαιδευτικού υλικού για όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου, ούτε μπορεί να ανταποκρίνεται ολοκληρωμένα στις διαφορετικές παιδαγωγικές απαιτήσεις τόσο της πρώτης όσο και της έκτης δημοτικού.
Ποια λύση θα μπορούσε να αναζητηθεί ; Κυρίως η εξειδίκευση του γνωστικού και παιδαγωγικού του πεδίου. Πώς μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό ; Όχι με δάσκαλο ειδικότητας ανά μάθημα π.χ. δάσκαλο ιστορίας ή δάσκαλο μαθηματικών, γιατί αυτό θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στο σχεδιασμό του προγράμματος, αλλά με δάσκαλο αποκλειστικής ειδικότητας ανά τάξη. Να έχουμε δηλαδή δάσκαλο για την ΣΤ΄ δημοτικού, την Ε΄ δημοτικού ή την Α΄ δημοτικού. Οι δάσκαλοι μάλιστα που θα αναλαμβάνουν διαφορετικά τμήματα της ίδιας τάξης (π.χ. της ΣΤ΄ δημοτικού) θα μπορούν να συνεργάζονται και να σχεδιάζουν μαζί το εκπαιδευτικό υλικό που θα προσφέρουν και τις γνωστικές προτεραιότητες που θα θέσουν. Έτσι ο αυτοσχεδιασμός θα περιοριστεί, η ομαδική δουλειά των δασκάλων, η οποία βρίσκεται σε εμβρυακή μορφή, θα ωριμάσει και τα σχολεία θα μπορούν να παράγουν εκπαιδευτικό υλικό καλής ποιότητας το οποίο να αποτελεί πνευματική τους περιουσία.
Η εξειδίκευση του δασκάλου ανά τάξη ή ανά ζεύγη τάξεων χρησιμοποιείται στην πράξη σε αρκετά σχολεία αλλά όχι οργανωμένα και με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.

β) Σε σχέση με τις μεθόδους διδασκαλίας και το πρόγραμμα σπουδών.
Τα νέα μοντέλα που εισηγείται η σύγχρονη διδακτική διέπονται από τις αρχές της ομαδοσυνεργατικής της διεπιστημονικότητας, της διαθεματικότητας και της μεταγνώσης (μαθαίνουμε πως να μαθαίνουμε) και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της μαθητικής αυτενέργειας και συμμετοχής. Την τελευταία δεκαετία στο Δημοτικό σχολείο κερδίζουν έδαφος αυτές οι αρχές, κυρίως όμως σε επίπεδο θεωρητικό, γιατί το κυρίαρχο διδακτικό μοντέλο παραμένει η μετωπική διδασκαλία. Αυτό συμβαίνει όχι για λόγους αυταρχισμού ή αδιαφορίας όσο γιατί αφενός το περιεχόμενο αυτών των νέων στρατηγικών μάθησης παραμένει εν πολλοίς ασαφές και αφετέρου οι ίδιες οι διδακτικές παραστάσεις των δασκάλων κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών τους δεν περιλαμβάνουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Έτσι συχνά η εφαρμογή τους διολισθαίνει στο φορμαλισμό ή προκαλεί απογοήτευση με αποτέλεσμα γρήγορα να επανερχόμαστε στη «σιγουριά των δοκιμασμένων διδακτικών».
Έχοντας υπόψη μας αυτά τα δεδομένα θεωρούμε σκόπιμο σε μια πρώτη φάση να θέσουμε ρεαλιστικότερους στόχους τους οποίους έχουμε τη δυνατότητα να υπηρετήσουμε. Τέτοιοι στόχοι είναι η χρήση των Η/Υ στην τάξη, η πειραματική διδασκαλία της Φυσικής, η αξιοποίηση των εργαστηρίων, η διδασκαλία και αφομοίωση τεχνικών μελέτης, η εκπόνηση τουλάχιστον μιας ερευνητικής εργασίας (project) που θα συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας εμβρυώδους ερευνητικής κουλτούρας και κυρίως η απαλλαγή των μαθητών από κάθε ζητούμενο απομνημόνευσης και των εκπαιδευτικών από κάθε άγχος ολοκλήρωσης της ύλης. Σημαντικό είναι επίσης να μειωθεί και όχι να καταργηθεί η εργασία στο σπίτι και κυρίως να έχει μόνο εμπεδωτικό χαρακτήρα. Πρέπει με κάθε τρόπο να βοηθήσουμε την ελληνική οικογένεια να απαλλαγεί από το «μαρτύριο» να ξαναμάθει το απόγευμα στα παιδιά της κάτι που διδάχθηκαν το πρωί ή να καταφεύγει σε ιδιωτικά μαθήματα ήδη από το δημοτικό.
Στα αναλυτικά προγράμματα των δημοτικών σχολείων υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για αλλαγές και βελτιώσεις, για μείωση της ύλης και κατάργηση μαθημάτων. Ωστόσο, η συζήτηση αυτή ξεπερνά κατά πολύ τα όρια και τις προθέσεις του παρόντος κειμένου. Θα αρκεστούμε μόνο σε μια ειδικότερη παρατήρηση δομικού χαρακτήρα. Το πρόγραμμα των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού πρέπει να αναδιοργανωθεί σε μια κατεύθυνση σύνδεσης και συνεργασίας με το πρόγραμμα των τάξεων του Γυμνασίου. Έτσι πιθανόν να περιορίσουμε το σοκ της μετάβασης και να επιτύχουμε μια συνέχεια, έναν πιο ενιαίο χαρακτήρα εκπαίδευσης σε αυτό το διάμεσο στάδιο. Η αναδιοργάνωση αυτή θα μας δώσει τη δυνατότητα διαμόρφωσης και προσήλωσης σε συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς στόχους πριν βρεθούν οι μαθητές προ των επιλογών σπουδών και επαγγελματικού μέλλοντος που τους θέτει το Λύκειο.

γ) Υπολογιστές και διαδίκτυο στην τάξη.
Είναι αλήθεια πως επενδύθηκαν σημαντικά ποσά τόσο για τον εξοπλισμό των σχολείων με Η/Υ όσο και για την τεχνολογική επιμόρφωση των δασκάλων. Ωστόσο, η αξιοποίηση των Η/Υ ως διδακτικού μέσου στο δημοτικό σχολείο δεν έχει μέχρι τώρα επιτευχθεί και αυτό δεν είναι μόνο μια ευθύνη του Υπουργείου αλλά και των σχολείων.
Στην καθημερινότητα του δημοτικού σχολείου οι Η/Υ χρησιμοποιούνται με τον εξής τρόπο. Συνήθως υπάρχει μια αίθουσα στην οποία βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι Η/Υ και η οποία υπολειτουργεί ή είναι κλειστή. Τα σχολεία τα οποία διαθέτουν διαδραστικούς πίνακες στις τάξεις είναι ελάχιστα. Επίσης, είναι πιθανόν σε σχολεία διευρυμένου ωραρίου να υπάρχει ένας καθηγητής πληροφορικής που έχει ως αντικείμενο διδασκαλίας τη χρήση Η/Υ στα παιδιά. Το διδακτικό αυτό σχήμα είναι ανεπαρκές. Κατά τη γνώμη μας, το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί σχετικά εύκολα και με καλά αποτελέσματα. Η πρότασή μας είναι η εξής.
Πρώτον, οι Η/Υ να μη συγκεντρώνονται σε μία αίθουσα αλλά να τοποθετηθεί σε κάθε τάξη ξεχωριστά ένας Η/Υ και να περαστούν σε ηλεκτρονική μορφή στα αρχεία του τα βιβλία και το εκπαιδευτικό λογισμικό του Υπουργείου – το οποίο γεμίζει σκόνη χωμένο σε κάποια ράφια του σχολείου – ώστε να μπορούν να προβάλλονται στους μαθητές. Δεύτερον, να αγοραστεί για κάθε τάξη ένας βιντεοπροβολέας (από 300 – 800 ευρώ ο ακριβότερος, αν είναι ευρυγώνιος και στηρίζεται με βραχίονα πάνω από τον πίνακα) και ταυτόχρονα μία οποιαδήποτε επιφάνεια προβολής (το κόστος της οποίας σπανίως ξεπερνά τα 150 ευρώ) στην οποία θα προβάλλονται τα περιεχόμενα των βιβλίων ή το όποιο εκπαιδευτικό υλικό – από εκπαιδευτικά παιχνίδια μέχρι φωτογραφίες και ζωγραφικούς πίνακες, από ντοκυμαντέρ μέχρι εκπαιδευτικές ταινίες και από γεωγραφικούς χάρτες μέχρι αναπαραστάσεις του ηλιακού συστήματος.
Το συνολικό «πακέτο» δεν είναι ακριβό και μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε ικανοποιητικά τους Η/Υ, ώστε να κερδίσει το μάθημα σε παραστατικότητα, μεταδοτικότητα αλλά και συμμετοχή. Αν μάλιστα κάθε σχολείο συνδεθεί με το διαδίκτυο, κάτι που δεν είναι δύσκολο, τότε θα έχουμε καταφέρει πολλά γιατί κατά τη διάρκεια του μαθήματος θα αξιοποιήσουμε τις τεράστιες δυνατότητες του internet.
Αν υπάρχει καθηγητής πληροφορικής διορισμένος στο σχολείο καλό είναι να αξιοποιηθεί σε ρόλο παραγωγικό και όχι διδακτικό. Η διδασκαλία των Η/Υ ως αντικειμένου στο σχολείο είναι ήδη ξεπερασμένη, τα παιδιά κυριολεκτικά «φυσάνε» σε αυτό τον τομέα. Ο «πληροφορηκάριος» όμως μπορεί να βοηθήσει το σχολείο και το δάσκαλο να παράγουν ηλεκτρονικό εκπαιδευτικό υλικό ποιότητας και να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται με την ηλεκτρονική υποδομή του σχολείου, από το πρόγραμμα μέχρι τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.

δ) Πρότυπα σχολεία για τους μετανάστες και τις υποβαθμισμένες περιοχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας το σχολικό έτος φοίτησαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση περίπου 97.000 αλλοδαποί μαθητές (20.862 σε νηπιαγωγεία, 76.630 σε δημοτικά). Σύμφωνα με την ίδια πηγή στην Αττική το 14% των μαθητών είναι αλλοδαποί και ειδικότερα στα σχολεία της Αθήνας είναι περίπου τρεις στους δέκα. Η αναλογία μάλιστα των αλλοδαπών σε σχολεία του κέντρου κυμαίνεται από 5,4% έως 83,74%.
Παρά τη δημιουργία τάξεων υποδοχής για τους μετανάστες, τη δημιουργία ΖΕΠ (ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας σε περιοχές με χαμηλούς εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς δείκτες) και τη λειτουργία των διαπολιτισμικών σχολείων (τα οποία σύμφωνα με δήλωση του υπεύθυνου του προγράμματος ΖΕΠ κ. Η. Ματσαγγούρα οδηγούνται προς κατάργηση βλ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27/ 11/2011) η σχολική αποτυχία των αλλοδαπών, ειδικά στη δευτεροβάθμια, παραμένει υψηλή ενώ πολλοί Έλληνες γονείς προσλαμβάνουν τα αυξημένα ποσοστά αλλοδαπών στα σχολεία ως απολύτως προβληματική συνθήκη και αναζητούν τρόπους αλλαγής σχολικής στέγης για τα παιδιά τους.
Ένα μέτρο που διαμορφώνει ορισμένες προϋποθέσεις διεξόδου για ένα ποσοστό αλλοδαπών και Ελλήνων μαθητών που προέρχονται από υποβαθμισμένα εκπαιδευτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα είναι η δημιουργία Πρότυπων σχολείων σε αυτές τις περιοχές. Αυτά τα Πρότυπα σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εστίες συσπείρωσης μαθητικού πληθυσμού που διαθέτει ικανότητες αλλά το περιβάλλον ζωής και εκπαίδευσής του δεν του επιτρέπει να τις εκδηλώσει. Το δίκτυο Πρότυπων σχολείων που ήδη συγκροτείται από το Υπουργείο θα μπορούσε σε δεύτερη φάση να συμπεριλάβει και αυτά τα σχολεία.

ε) Προβλήματα εθνοκεντρισμού
Η φάση της σφυρηλάτησης του εθνικού φρονήματος σε επίπεδο κρατικής εκπαίδευσης ανήκει ήδη στο παρελθόν για τα περισσότερα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη. Ωστόσο, δεν παύουν στοιχεία εθνοκεντρισμού να επιβιώνουν στην εκπαίδευση και συχνά να λειτουργούν ως τροχοπέδη εκπαιδευτικής ανανέωσης. Στο ελληνικό δημοτικό σχολείο ο επίσημος εθνοκεντρισμός επιβιώνει με δυο κυρίως μορφές.
Η πρώτη αφορά μια διάχυτη ελληνορθόδοξη ταυτότητα που προσδιορίζεται μέσα από το θρησκευτικό τελετουργικό που ακολουθούν τα σχολεία (πρωϊνή προσευχή, εκκλησιασμός) και τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, γεγονός που λειτουργεί ανασχετικά στην προοπτική μιας ουδετερόθρησκης εκπαίδευσης και επιπλέον επιβαρύνει το πρόγραμμα σπουδών.
Η δεύτερη αφορά στη διαχείριση της ιστορικής μνήμης μέσω του μαθήματος της Ιστορίας και των εθνικών επετείων. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά το μάθημα της Ιστορίας είναι γνωστά σε όλους τα γεγονότα με το βιβλίο της κ.Μ. Ρεπούση για την ΣΤ΄ Δημοτικού που δίχασαν την κοινή γνώμη και την επιστημονική κοινότητα των ιστορικών, προκάλεσαν τη σοβινιστική αντίδραση κομμάτων, εκκλησίας και τελικά οδήγησαν στην απόσυρση του βιβλίου.
Ως προς το μάθημα της Ιστορίας υπογραμμίζουμε τα εξής. Καταρχήν, επείγει η ριζική αναδιοργάνωση τόσο του διδακτικού υλικού στο μάθημα της Ιστορίας όσο και του τρόπου διδασκαλίας, γιατί το συγκεκριμένο μάθημα τείνει να μεταβληθεί στο πλέον αντιπαθές για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου κάτι που αδικεί και το μάθημα και την επιστήμη. Όσο η διδασκαλία της ιστορίας στο δημοτικό σχολείο παραμένει εγκλωβισμένη στη γεγονοτολογία, στην πιστή ακολουθία του Παπαρρηγοπούλειου τριμερούς σχήματος (αρχαία ελληνική ιστορία, βυζαντινή, νεότερη) και σε ξεπερασμένα εγχειρίδια η κατάσταση θα επιδεινώνεται.
Χρειαζόμαστε νέα ολιγοσέλιδα ιστορικά εγχειρίδια (η επιστημονική κοινότητα των ιστορικών πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία του εγχειρήματος) που θα σέβονται την επιστημονική δεοντολογία, θα πλησιάζουν την παιδική ηλικία και θα επιδιώκουν την ανάπτυξη της ιστορικής κριτικής σκέψης. Από αυτή την άποψη το βιβλίο της κ. Ρεπούση, με όλες τις αδυναμίες που μπορεί κάποιος να του προσάψει, ήταν από διδακτική σκοπιά μια κλάση ανώτερο από το προϋπάρχον και άνοιγε ένα νέο διδακτικό δρόμο γιατί αξιοποιούσε εργαλεία ιστορικής τεκμηρίωσης και κριτικής σκέψης (πηγές, σύγκριση πηγών κ.τ.λ.). Χρειαζόμαστε επίσης ηλεκτρονικό και τηλεοπτικό ιστορικό υλικό καλής ποιότητας. Η ΕΡΤ θα μπορούσε να εφοδιάσει την δημόσια εκπαίδευση με πραγματικά διαμάντια.
Ως προς τις επετείους έχουμε να σημειώσουμε πως παρά τις προσπάθειες ανανέωσής τους με πρωτοβουλία των δασκάλων δείχνουν να πλησιάζουν στα όριά τους. Επειδή ουσιαστικά ταυτίζονται με αυτό που αποκαλείται σχολική γιορτή στο δημοτικό σχολείο ίσως έχει φθάσει ο καιρός να τις αντικαταστήσουμε με πραγματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και γιορτές ποικίλης θεματολογίας που θα δώσουν τη δυνατότητα σε χορωδίες, θεατρικές και εικαστικές παιδικές ομάδες να ανανεώσουν το περιεχόμενο των σχολικών εορτών.

Δημόπουλος Ευθύμης, Μιχαλαρίας Γιώργος, δάσκαλοι.

1 σχόλιο:

nikos είπε...

το τετράδιο με το μολύβι και το βιβλίο είναι πάντως αντικαταστατά ...