Για τους εργαζόμενους, το άρθρο 99 σημαίνει ότι χάνουν τα πάντα, δεδουλευμένα, αποζημιώσεις, ασφαλιστικές εισφορές, δικαίωμα εγγραφής στο Ταμείο ανεργίας, με παράλληλους εκβιασμούς από την εργοδοσία για να αποχωρήσουν, παίρνοντας μισή αποζημίωση ή και με επιβολή εκ περιτροπής εργασίας, ή μερικής απασχόλησης και όλα αυτά για να σωθούν τα κέρδη της εταιρείας.
Από ανακοίνωση του ΠΑΜΕ τον Νοέμβριο του 2010 για την υπαγωγή των Σούπερ Μάρκετ Ατλάντικ στο συγκεκριμένο άρθρο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Κ.Κ.Ε. ξιφούλκησε εναντίον της συγκεκριμένης ρύθμισης «των πλουτοκρατών και των μονοπωλίων». Κάτι αντίστοιχο, απ’ ότι θυμάμαι, συνέβει και στις περιπτώσεις της Απογευματινής τον Οκτώβριο του 2010 και των ναυπηγείων Σκαραμαγκά τον Μάρτιο του 2011.
Το θέμα δε βρίσκεται βεβαίως στο δίκαιο ή το υπερβολικό της καταγγελίας.
Εκείνο που χρήζει αντίθετα υπόμνησης και σχολίου είναι η συνηθισμένη διγλωσσία του Κ.Κ.Ε., διγλωσσία που υποκρύπτει την απύθμενη υποκρισία του «άλλα λέω και άλλα κάνω».
«Η αστική δημοκρατία είναι αποκρουστέα και διεφθαρμένη» εκτός και αν τη χρησιμοποιούμε, (προσέξτε επί της ουσίας και όχι ως εργαλείο), για να προκρίνουμε και να εμπεδώσουμε τα δικαιώματα και, ενίοτε, την επικράτηση του κόμματος, (λέγε με ηγεσία).
«Η αστική δικαιοσύνη είναι εντεταλμένη να υπηρετεί την αστική τάξη» εκτός και αν μπορεί να μας βοηθήσει να διεκδικήσουμε δικά μας συμφέροντα (ποιών άραγε;) κόντρα στα συμφέροντα των παρηκμασμένων αστών.
Οι επιχειρήσεις και η επιχειρηματικότητα σ’ ένα σύστημα δομημένο με τρόπο που να υπηρετεί το κεφάλαιο εις βάρος των εργαζομένων, είναι πεδίο «ανυπακοής και ταξικών αγώνων» εξαιρουμένων αυτών που ανήκουν στις λαϊκές μάζες (πού τις είδαν και πώς τις οριοθέτησαν;).
Τέλος «οι νομοθετικές και άλλες ρυθμίσεις είναι μέσα επιβολής του κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης», με εξαίρεση τη χρήση τους από το «λαϊκό κίνημα» που καμιά φορά βέβαια δυσκολεύεται να ταυτιστεί με το λαό.
Στην πρόσφατη ανακοίνωση του πολιτικού γραφείου του Κ.Κ.Ε. σχετικά με την προσφυγή της Τοποεκδοτικής Α.Ε. στο άρθρο 99, η προσπάθεια της δικαιολόγησης των αδικαιολόγητων μοιάζει μάταιη.
Ούτε οι λόγοι της εμπλοκής του «κόμματος των εργαζομένων» στις μεγάλες μπίζνες γίνονται κατανοητοί, ούτε η επίκληση πρωτότυπων κανόνων του εμπορίου για «τα μονοπώλια ρίξαν τις τιμές» πάνω που ήμασταν πεισμένοι ότι πρόθεση τους είναι να τις ανεβάζουν, έχουν κάποια σοβαρότητα, ούτε η βεβαίωση ότι η κίνηση αυτή στοχεύει μόνον τις τράπεζες και τους προμηθευτές λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη.
Εκείνο που απομένει να δούμε είναι το πώς θα σχολιάσει «το κόμμα του λαού» τις πιθανές συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες των απολυμένων το επόμενο διάστημα μπροστά στις κλειστές πύλες της Τυποεκδοτικής.
Πάνος Τσορμπατζόγλου
Από ανακοίνωση του ΠΑΜΕ τον Νοέμβριο του 2010 για την υπαγωγή των Σούπερ Μάρκετ Ατλάντικ στο συγκεκριμένο άρθρο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Κ.Κ.Ε. ξιφούλκησε εναντίον της συγκεκριμένης ρύθμισης «των πλουτοκρατών και των μονοπωλίων». Κάτι αντίστοιχο, απ’ ότι θυμάμαι, συνέβει και στις περιπτώσεις της Απογευματινής τον Οκτώβριο του 2010 και των ναυπηγείων Σκαραμαγκά τον Μάρτιο του 2011.
Το θέμα δε βρίσκεται βεβαίως στο δίκαιο ή το υπερβολικό της καταγγελίας.
Εκείνο που χρήζει αντίθετα υπόμνησης και σχολίου είναι η συνηθισμένη διγλωσσία του Κ.Κ.Ε., διγλωσσία που υποκρύπτει την απύθμενη υποκρισία του «άλλα λέω και άλλα κάνω».
«Η αστική δημοκρατία είναι αποκρουστέα και διεφθαρμένη» εκτός και αν τη χρησιμοποιούμε, (προσέξτε επί της ουσίας και όχι ως εργαλείο), για να προκρίνουμε και να εμπεδώσουμε τα δικαιώματα και, ενίοτε, την επικράτηση του κόμματος, (λέγε με ηγεσία).
«Η αστική δικαιοσύνη είναι εντεταλμένη να υπηρετεί την αστική τάξη» εκτός και αν μπορεί να μας βοηθήσει να διεκδικήσουμε δικά μας συμφέροντα (ποιών άραγε;) κόντρα στα συμφέροντα των παρηκμασμένων αστών.
Οι επιχειρήσεις και η επιχειρηματικότητα σ’ ένα σύστημα δομημένο με τρόπο που να υπηρετεί το κεφάλαιο εις βάρος των εργαζομένων, είναι πεδίο «ανυπακοής και ταξικών αγώνων» εξαιρουμένων αυτών που ανήκουν στις λαϊκές μάζες (πού τις είδαν και πώς τις οριοθέτησαν;).
Τέλος «οι νομοθετικές και άλλες ρυθμίσεις είναι μέσα επιβολής του κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης», με εξαίρεση τη χρήση τους από το «λαϊκό κίνημα» που καμιά φορά βέβαια δυσκολεύεται να ταυτιστεί με το λαό.
Στην πρόσφατη ανακοίνωση του πολιτικού γραφείου του Κ.Κ.Ε. σχετικά με την προσφυγή της Τοποεκδοτικής Α.Ε. στο άρθρο 99, η προσπάθεια της δικαιολόγησης των αδικαιολόγητων μοιάζει μάταιη.
Ούτε οι λόγοι της εμπλοκής του «κόμματος των εργαζομένων» στις μεγάλες μπίζνες γίνονται κατανοητοί, ούτε η επίκληση πρωτότυπων κανόνων του εμπορίου για «τα μονοπώλια ρίξαν τις τιμές» πάνω που ήμασταν πεισμένοι ότι πρόθεση τους είναι να τις ανεβάζουν, έχουν κάποια σοβαρότητα, ούτε η βεβαίωση ότι η κίνηση αυτή στοχεύει μόνον τις τράπεζες και τους προμηθευτές λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη.
Εκείνο που απομένει να δούμε είναι το πώς θα σχολιάσει «το κόμμα του λαού» τις πιθανές συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες των απολυμένων το επόμενο διάστημα μπροστά στις κλειστές πύλες της Τυποεκδοτικής.
Πάνος Τσορμπατζόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου