Μία άκρως επιστημονική και τεκμηριωμένη εισήγηση για το τι περιμένει τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, από την μεταλλουργία χρυσού: κρανίου τόπος, καταστροφή, δηλητήρια, αρρώστιες και θάνατος.
Αν και η εισήγηση είναι μεγάλη, την αναρτήσαμε όλη και παρακαλούμε να την διαβάσετε, κυρίως όλοι εσείς που με ελαφριά την καρδιά είστε έτοιμοι να σμπρώξτε τον τόπο σ'αυτήν την καταστροφή.
ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ Β. Α. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ:
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΔΑΦΗ, ΚΑΛΛΕΡΓΟΥΜΕΝΑ ΦΥΤΑ,
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Καθηγητής Κυριάκος Π. Παναγιωτόπουλος
Διευθυντής Εργαστηρίου Εδαφολογίας
Γεωπονική Σχολή
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Περίληψη
Η εργασία αποτελεί ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας που αφορά στις επιδράσεις μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που στοχεύουν στην απόληψη χρυσού, στο ευρύτερο περιβάλλον και ειδικότερα στα εδάφη και στα καλλι-εργούμενα φυτά. Οι δραστηριότητες αυτές, οπουδήποτε αναπτύχθηκαν, είχαν ιδιαίτε-ρα αρνητικές και μη αντιστρέψιμες επιπτώσεις στα εδάφη και στις καλλιέργειες ακό-μη και σε περιοχές που απείχαν σημαντικά από την περιοχή της μεταλλευτικής δρα-στηριότητας. Πιστεύεται επομένως ότι, η σχεδιαζόμενη δραματική επέκταση της με-ταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες στις γεωργοκτηνοτροφικές και συναφείς δραστηριότητες και στον τρόπο ζωής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Εισαγωγή
Η μεταλλευτική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην απόληψη χρυσού, γενι-κά, προκαλεί ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις στο ευρύτερο περιβάλλον (έδαφος, νερά, ατμόσφαιρα) καθώς και σε όλα τα έμβια όντα (Duruibe et al., 2007). Οι επιπτώσεις αυτές καλύπτουν περιοχές πολύ ευρύτερες από την περιοχή στην οποία αναπτύσσο-νται οι μεταλλευτικές δραστηριότητες (Nagajyoti, et al., 2010), εμφανίζονται ακόμη και εκατοντάδες χρόνια μετά τη διακοπή αυτών των δραστηριοτήτων (Peplow and Edmonds, 2004) και οφείλονται κυρίως στα απόβλητα που αποθέτονται σε τεχνητές λίμνες ή σε τεχνητά φράγματα-τέλματα (Prieto, 1998, Navarro et al., 2008). Η επικιν-δυνότητα αυτών των αποβλήτων οφείλεται α) στα τοξικά χημικά αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνται κατά τον εμπλουτισμό του μεταλλεύματος και β) στην αυξημένη παρουσία βαρέων μετάλλων στο προς εκμετάλλευση μετάλλευμα. Τα βαρέα μέταλλα, μεταξύ των οποίων αντιμόνιο (Sb), αρσενικό (As), βάριο (Ba), κάδμιο, χρώμιο (Cr), χαλκός (Cu), σίδηρος (Fe), μαγγάνιο (Mn), νικέλιο (Ni), μόλυβδος (Pb), υδράργυρος (Hg), ψευδάργυρος (Zn), κ.ά., ενοχοποιούνται για μεγάλο αριθμό σοβαρών επιπτώ-σεων στην ανάπτυξη και επιβίωση φυτικών και ζωικών οργανισμών καθώς και στην υγεία των ανθρώπων. Σε εδάφη ρυπασμένα με βαρέα μέταλλα, αυτά προσλαμβάνο-νται από τα αυτοφυή και καλλιεργούμενα φυτά και συσσωρεύονται στους ιστούς τους. Η κατανάλωση ρυπασμένων φυτών από τα ζώα και τον άνθρωπο οδηγεί σε συσσώρευση βαρέων μετάλλων στους ιστούς τους και στην εκδήλωση πολύ δυσμε-νών συνεπειών για την υγεία και τη ζωή τους. Οι μη αναστρέψιμες επιπτώσεις των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων γίνονται ακόμη δυσμενέστερες όταν εφαρμόζεται επιφανειακή εξόρυξη, όπου πέραν όλων των προηγουμένων εκλύονται στο ευρύτερο περιβάλλον τεράστια ποσά σκόνης μεταλλεύματος, καυσαερίων και αερίων που πα-ράγονται κατά τη χρησιμοποίηση εκρηκτικών και κατά τη λειτουργία και κυκλοφορία οχημάτων και μηχανημάτων υπερβαρέως τύπου.
Στην εισήγηση αυτή γίνεται μια προσπάθεια, σύντομης αλλά και με απλό τρό-πο, καταγραφής των καταστρεπτικών συνεπειών που θα έχει για τα εδάφη, τα φυτά, τη Γεωργία και την Κτηνοτροφία της περιοχής, η εφαρμογή της σχεδιαζόμενης μεγά-λης επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική. Χωρίς να παραγνωρίζεται το μέγεθος των επεμβάσεων στις υπόλοπες περιοχές, η εισήγηση θα περιοριστεί στις επιπτώσεις που οφείλονται στη μεταλλευτική δραστηριότητα που σχεδιάζεται να εφαρμοστεί στην περιοχή των Σκουριών, στο όρος Κάκαβος και σε μικρή απόσταση από τον οικισμό της Μεγάλης Παναγίας, όπου οι σχεδιαζόμενες με-ταλλευτικές δραστηριότητες είναι τεράστιες.
Φάσεις της μεταλλευτικής δραστηριότητας
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της σχεδιαζόμενης μεταλλευτικής δραστη-ριότητας, κρίνεται μάλλον απαραίτητο να αναφερθούν επιγραμματικά όλες οι φάσεις αυτής της επέμβασης καθώς και οι αναμενόμενες επιπτώσεις. (Όλα τα ποσοτικά στοι-χεία που αφορούν την εγκατάσταση και λειτουργία του μεταλλείου, του εργοστασίου εμπλουτισμού, των φραγμάτων, κ.τ.λ. έχουν ληφθεί από τη ‘Μελέτη Περιβαλλοντι-κών Επιπτώσεων Μεταλλευτικών-Μεταλλουργικών Εγκαταστάσεων της Εταιρείας Ελληνικός Χρυσός στη Χαλκιδική’, η οποία στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ΜΠΕ). Οι φάσεις της σχεδιαζόμενης επέμβασης μπορούν σε αδρές γραμμές να αναφερθούν ως ακολούθως:
α) αποψίλωση της δασικής βλάστησης σε μια έκταση μεγαλύτερη των 2.000 στρεμ-μάτων
β) απομάκρυνση και απόθεση ‘φυτικής γης’ (επιφανειακού εδάφους). Από όλη την έκταση στην οποία θα σχηματιστεί ο κρατήρας της επιφανειακής εξόρυξης και θα κα-τασκευαστούν τα φράγματα και οι όποιες κτιριακές και βοηθητικές εγκαταστάσεις, θα απομακρυνθεί το επιφανειακό έδαφος και θα αποτεθεί σε άλλα σημεία. Αυτό θα γίνει με σκοπό να ξαναχρησιμοποιηθεί αυτό το έδαφος για την κάλυψη και αποκατά-σταση του κρατήρα και των τελμάτων μετά το πέρας των εξορυκτικών εργασιών. Η απόθεση φυτικής γης θα οδηγήσει σε επιπλέον κάλυψη και καταστροφή της υπάρ-χουσας βλάστησης στην περιοχή απόθεσης
γ) όρυξη εννέα (9) γεωτρήσεων περιμετρικά του κρατήρα και μέχρι βάθους 140 μέ-τρων χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας, για προ-αποστράγγιση του με-ταλλείου και άντληση νερού για τις ανάγκες του εργοστασίου εμπλουτισμού
δ) κατασκευή φραγμάτων από τα απόβλητα εξόρυξης (‘στείρα’). Τα απόβλητα εξό-ρυξης κατά τη ΜΠΕ υπερβαίνουν τα 36 εκατομμύρια τόνους στα 11 χρόνια λειτουρ-γίας της επιφανειακής εξόρυξης. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα απόβλητα εξόρυξης δεν περιέχουν τα προς εκμετάλλευση μέταλλα (κυρίως χρυσό και χαλκό) σε οικονομικά συμφέρουσες αναλογίες, όμως περιέχουν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία (βαρέα μέταλλα) του μεταλλεύματος
ε) επιφανειακή εξόρυξη του μεταλλεύματος που προγραμματίζεται να ανέλθει σε 24.000 τόνους ημερησίως και συνολικά σε 66,9 εκατομμύρια τόνους και θα επιτυγχά-νεται με εκσκαφή και ελαφρά ή ισχυρή ανατίναξη (ΜΠΕ). Η ημερήσια χρησιμοποίη-ση εκρηκτικών θα κυμαίνεται από 4,32 έως 6 τόνους ενώ ο κρατήρας που θα δημι-ουργηθεί κατά την εξόρυξη θα έχει διάμετρο 705 και βάθος 220 μέτρα
στ) μεταφορά - πρόθραυση - απόθεση μεταλλεύματος σε στεγασμένη πλατεία αποθη-κευτικής ικανότητας 80.000 τόνων
ζ) λειοτρίβηση - χημική επεξεργασία (εμπλουτισμός). Τα χημικά αντιδραστήρια που προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν είναι η νατριούχος ισοπροπυλική ξανθάτη, το Aeropromoter, η μεθυλ-ισοβουτυλ-καρβινόλη και κροκιδωτικά μέσα
η) μεταφορά α) του τελικού προϊόντος, που αποτελεί μόλις το 1,97 % του μεταλλεύ-ματος, στο εργοστάσιο μεταλλουργίας στο Μαντέμ Λάκκο και β) των αποβλήτων ε-μπλουτισμού, που αποτελούν το 98,03% του μεταλλεύματος, στα φράγματα / τέλμα-τα.
Επιπτώσεις στα εδάφη
Η κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους λόγω απόθεσης ‘φυτικής γης’ θα οδη-γήσει σε υποβάθμιση και καταστροφή της φυσικής βλάστησης και πέραν της αποψι-λωμένης περιοχής. Επιπλέον, η συνεχής άντληση νερού από προοδευτικά μεγαλύτερα βάθη, θα προκαλέσει υποβιβασμό της υπεδάφειας στάθμης νερού και ξήρανση του επιφανειακού εδάφους σε ακτίνα χιλιομέτρων από το επιφανειακό όρυγμα καθώς και υποβάθμιση και καταστροφή της φυσικής βλάστησης πολύ πέραν της περιοχής που αποψιλώθηκε. Κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων, στην επιφάνεια του γυμνού πλέον εδάφους το νερό θα απορρέει επιφανειακά, συχνά θα εμφανίζονται πλημμυρικά επεισόδια και θα προκαλούνται έντονες διαβρώσεις. Τελικό αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων φαινομένων θα είναι η απώλεια πολύτιμου εδάφους, η απώλεια νερού, λόγω αδυναμίας του να διεισδύσει στο εσωτερικό του εδάφους, η ρύπανση και κατα-στροφή του εδάφους και των καλλιεργειών σε χαμηλότερα σημεία της επιφάνειας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιφανειακής εξόρυξης (11 έτη), θα παράγεται σκό-νη μεταλλεύματος που κατά τη ΜΠΕ θα ανέρχεται σε 2.162 τόνους ανά ώρα στους χώρους του μεταλλείου και σε 954 τόνους ανά ώρα στους χώρους απόθεσης του με-ταλλεύματος. Τα τεμαχίδια αυτής της σκόνης δεν είναι αδρανή αλλά αποτελούνται από θειούχες ενώσεις βαρέων μετάλλων όπως αντιμονίου, αρσενικού, βαρίου, καδμί-ου, χρωμίου, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου, νικελίου, μολύβδου, υδραργύρου, ψευ-δαργύρου, κ.ά. Ορισμένα από αυτά τα μέταλλα (χαλκός, σίδηρος, μαγγάνιο και ψευ-δάργυρος) είναι απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο. Όμως σε αυξημένες συγκεντρώσεις εμφανίζουν τοξική δράση. Τα υπόλοιπα από τα βαρέα μέταλλα θεωρούνται ως ισχυρώς τοξικά για τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο. Οι τεράστιες αυτές ποσότητες σκόνης (συνολικά 3.116 τόνοι ανά ώρα) θα μετακινού-νται με τον άνεμο και θα αποθέτονται ως ξηρή απόθεση στην επιφάνεια του εδάφους, στα επιφανειακά νερά και στο υπέργειο τμήμα των φυτών (Habashi, 1992). Επίσης η σκόνη που θα κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα μπορεί να μετακινηθεί με το νερό της βροχής και να προκαλέσει ρύπανση του εδάφους (άμεσα με το νερό της βροχής ή έμ-μεσα κατά την άρδευσή του με ρυπασμένο νερό) και των φυτών (λόγω πρόσληψης ρυπασμένου εδαφικού νερού). Καθώς γίνεται λόγος για την ατμόσφαιρα, θα πρέπει τουλάχιστον να αναφερθεί ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιφανειακής εξόρυξης, θα εκπέμπονται σύμφωνα με τη ΜΠΕ και σε πολύ αυξημένες ποσότητες διάφορα αέρια και αιωρούμενα σωματίδια (μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του αζώτου, πτητικές οργανικές ενώσεις, διοξείδιο του θείου και αιωρούμενα σωματίδια ΡΜ10 και ΡΜ2,5). Όλα αυτά τα οποία συμποσούνται σε περισσότερο από 715 τόνους ετησίως, χωρίς να υπολογίζεται το διοξείδιο του άνθρακα, είναι πολύ επικίνδυνοι για την υγεία του αν-θρώπου ρυπαντές (Ly-Verdu, et al., 2010) και συμβάλουν στην εντονότερη εμφάνιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και στην κλιματική αλλαγή.
Τα απόβλητα εξόρυξης (στείρα) που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των φραγμάτων, οι σωροί κατατεμαχισμένου και λειοτριβημένου μεταλλεύματος που έχουν πολύ αυξημένη ειδική επιφάνεια, αλλά και τα απόβλητα εμπλουτισμού, κατά την επαφή τους με το νερό και την έκθεσή τους στον αέρα (ιδιαίτερα παρουσία κά-ποιων βακτηρίων) αποδίδουν μεταλλικά-, θειικά- & υδρογόνο-ιόντα. Όλα αυτά απο-τελούν την όξινη απορροή (στραγγίσματα) η οποία οδηγεί σε μείωση του pH του ε-δάφους και επιβάρυνση του εδάφους και των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων με βαρέα μέταλλα (Garbarino, et al., 1995). Με τη δράση βακτηρίων και παρουσία ορ-γανικών ουσιών, ορισμένα βαρέα μέταλλα μετατρέπονται σε μεθυλικές μορφές οι ο-ποίες είναι ιδιαίτερα τοξικές (Nagajyoti, et al., 2010). Η χρησιμοποίηση για άρδευση ρυπασμένου με βαρέα μέταλλα επιφανειακού ή υπόγειου νερού, επιτείνει τη ρύπανση του εδάφους ενώ η χρησιμοποίησή του ως πόσιμου από ζώα και ανθρώπους, οδηγεί σε συσσώρευση βαρέων μετάλλων στον οργανισμό τους.
Για όλους τους προηγούμενους λόγους θα παρατηρηθεί αυξημένη παρουσία βαρέων μετάλλων στο έδαφος τόσο σε διαλυτή μορφή (στο εδαφικό νερό) όσο και στην ανόργανη και οργανική στερεή φάση (ως προσροφημένα κατιόντα). Η ποσότητα βαρέων μετάλλων που μπορεί να συγκρατηθεί από ένα έδαφος εξαρτάται από τις ι-διότητές του και ιδιαίτερα από την κοκκομετρική του σύσταση, την ορυκτολογική σύσταση της αργίλου, την περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία, την αντίδραση (pH) και το δυναμικό οξειδοαναγωγής (Ahsan and Del Valls, 2011).
Η μείωση του pH του εδάφους και η αυξημένη περιεκτικότητά του σε βαρέα μέταλλα θα καταστήσουν το έδαφος ακατάλληλο να χρησιμοποιηθεί ως ενδιαίτημα από οργανισμούς και μικροοργανισμούς καθώς επίσης και ως υπόστρωμα ανάπτυξης φυτών.
Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι το έδαφος, παρ’ όλη τη συνέχεια και την αφ-θονία του, θεωρείται μη-ανανεώσιμος φυσικός πόρος καθώς είναι το τελικό αποτέλε-σμα της συνδυασμένης και ιδιαίτερα μακροχρόνιας αλληλεπίδρασης των υπαρχόντων σε μια περιοχή πετρωμάτων, των κλιματικών συνθηκών της περιοχής, της υφιστάμε-νης βιόσφαιρας και του ανάγλυφου της περιοχής. Έτσι, υπολογίζεται ότι για το σχη-ματισμό εδάφους, πάχους περίπου ενός μέτρου απαιτείται διάστημα χιλιάδων χρόνων. Επομένως οι κίνδυνοι έντονης διάβρωσης και ρύπανσης ή υποβάθμισης του εδάφους θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη πριν από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και ιδιαίτερα σε επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας όπου οι συνέπειες είναι μη-αναστρέψιμες.
Έχει βρεθεί, σχεδόν σε όλες τις χώρες που λειτουργούν ή λειτουργούσαν με-ταλλεία χρυσού ότι, εδάφη που γειτνιάζουν με μεταλλεία ή βρίσκονται ακόμη και σε μεγάλη απόσταση από αυτά, παραμένουν ρυπασμένα με βαρέα μέταλλα και αρκετές 10-ετίες ή και 100-ετίες μετά τη διακοπή λειτουργίας των μεταλλείων (Prieto, 1998, Peplow, 1999, Navarro et al., 2008, Hye-Sook Lim, 2008, Oyarzun, et al., 2009, Na-gajyoti, et al., 2010).
Ορισμένες από τις δυσμενείς επιπτώσεις της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στα εδάφη που αναφέρθηκαν προηγουμένως, περιγράφονται ως ‘δυ-νητικές επιπτώσεις’ και στο ‘Επενδυτικό Σχέδιο Ανάπτυξης των Μεταλλείων Κασ-σάνδρας από την Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. (2006, σελίδες 7-20) χωρίς όμως να αξιο-λογούνται.
Επιπτώσεις στα καλλιεργούμενα φυτά
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σκόνη μεταλλεύματος που θα κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα θα επικαθήσει στο υπέργειο τμήμα των φυτών, σχηματίζοντας συ-χνά ένα παχύ στρώμα στην επιφάνεια των φύλλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα παρε-μποδίζονται ζωτικές λειτουργίες των φυτών όπως η διαπνοή και φωτοσύνθεση (Ax-aris et al., 1981). Επιπλέον, τα βαρέα μέταλλα που περιέχονται σε αυτή τη σκόνη α-πορροφώνται δια μέσου των στοματίων των φύλλων. Επίσης, τα φυτά που αναπτύσ-σονται σε περιβάλλον (έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα) επιβαρυμένο με βαρέα μέταλλα, τα προσλαμβάνουν και με το ριζικό τους σύστημα σε αυξημένες αναλογίες και έτσι επέρχεται συσσώρευση βαρέων μετάλλων σε όλους τους φυτικούς ιστούς. Το γεγονός αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις σε φυσιολογικές και μεταβολικές λειτουργίες και διερ-γασίες των φυτών όπως, ενεργότητα ενζύμων, σχηματισμός πρωτεϊνών, μεταφορά σακχάρων και πρόσληψη και μεταφορά θρεπτικών στοιχείων και νερού (Nagajyoti, et al., 2010). Η ποσότητα των βαρέων μετάλλων που προσλαμβάνονται και συσσωρεύ-ονται από τα φυτά εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν, τις ιδιότη-τες του εδάφους (pH, αερισμός, δυναμικό οξειδοαναγωγής, γονιμότητα καθώς και συγκέντρωση και χημική μορφή με την οποία βρίσκονται τα βαρέα μέταλλα στο έδα-φος) αλλά και από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του υπέργειου και του ριζικού συστήματος των φυτών. Ο βαθμός στον οποίο εμφανίζονται τα συμπτώματα τοξικό-τητας βαρέων μετάλλων στα φυτά διαφέρει ανάλογα με το είδος του φυτού, το είδος, τη χημική μορφή και τη συγκέντρωση των βαρέων μετάλλων καθώς και από το είδος και το pH του εδάφους. Τέλος, τα βαρέα μέταλλα και οι ενώσεις τους δε διασπώνται και δε βιο-αποικοδομούνται.
Τα συμπτώματα που εμφανίζουν φυτά που αναπτύσσονται σε περιβάλλον με υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων είναι η μειωμένη ανάπτυξη ή αδυναμία α-νάπτυξης του υπέργειου και του ριζικού συστήματος, η πρόωρη γήρανση και τέλος η μάρανση (Di Salvatore, et al., 2008). Σε περιπτώσεις που τα φυτά κατορθώσουν να επιβιώσουν, παρατηρείται συσσώρευση βαρέων μετάλλων σε καρπούς, σπόρους και στους υπόλοιπους φυτικούς ιστούς που συνήθως καταναλώνονται ως νωπά γεωργικά προϊόντα. Η κατανάλωση τέτοιων προϊόντων από ζώα ή / και τον άνθρωπο, δηλαδή η εισαγωγή τους στην τροφική αλυσίδα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στην υγεία των ζώων και των ανθρώπων. Από όσα είναι γνωστά μέχρι σήμερα όλα σχεδόν τα καλλι-εργούμενα φυτά που έχουν κάποια οικονομική σημασία επηρεάζονται (αρνητικά) από υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων στο περιβάλλον ανάπτυξής τους.
Επιπτώσεις σε γεωργία και κτηνοτροφία
Μεγάλος αριθμός επιστημονικών - ερευνητικών εργασιών απαντάται στη διε-θνή βιβλιογραφία που αφορούν τις επιπτώσεις μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, ιδιαί-τερα εκείνων που ασχολούνται με την απόληψη χρυσού, κατά τη διάρκεια αλλά και πολλές δεκαετίες μετά τη διακοπή της λειτουργίας των μεταλλείων (Nagajyoti, et al., 2010). Σε κάθε περίπτωση αναφέρεται πολύ αυξημένη ρύπανση με βαρέα μέταλλα των εδαφών, των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, της φυσικής βλάστησης και των καλλιεργούμενων φυτών και εισαγωγή των βαρέων μετάλλων στην τροφική α-λυσίδα. Παρόμοια αποτελέσματα από μεταλλευτικές δραστηριότητες, της ίδιας ή δι-αφορετικής μορφής, υπάρχουν και σε περιοχές της χώρας μας όπως α) στο Λαύριο, όπου η Δημοτική Αρχή συστήνει στους κατοίκους να μην καλλιεργούν λαχανικά, ε-λιές και αμπέλια και να μη συλλέγουν άγρια χόρτα, τα δε παιδιά να μην ‘παίζουν με τα χώματα’, β) στην περιοχή Γερακινής Χαλκιδικής όπου τα εδάφη ‘μολύνθηκαν’ και οι καλλιέργειες σιτηρών και ελιάς είτε εγκαταλείφθηκαν είτε υπέστησαν μεγάλες ζη-μιές σε ακτίνα τουλάχιστον τεσσάρων χιλιομέτρων, από την τοξική ‘σκόνη’ καμίνου στην οποία γινόταν φρύξη λευκόλιθου, μετά από μικρής διάρκειας λειτουργία της μο-νάδας (Axaris et al., 1981), και γ) στην περιοχή Ολυμπιάδας Χαλκιδικής (που ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της σχεδιαζόμενης μεταλλευτικής δραστηριότητας) όπου η Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Ν. Α. Χαλκιδικής αποφάσισε το 2010 να ‘απομονώσει την εκτροφή δύο κτηνοτρόφων και να επιβάλλει απαγόρευση εξόδου των ζώων και των προϊόντων τους από την εκμετάλλευση, λόγω παρουσίας μολύβδου σε δείγμα γάλακτος, σε συγκεντρώσεις υψηλότερες του επιτρεπτού ορίου’.
Τα φυτά που καλλιεργούνται στη Β. Α. Χαλκιδική (ελιές, άμπελος, σιτηρά, λαχανοκομικά, οπωροφόρα, χορτοδοτικά, κ.ά.) έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία και εμφα-νίζουν συμπτώματα τοξικότητας όταν στο περιβάλλον ανάπτυξής τους παρατηρού-νται αυξημένες συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων (Kabada-Pendias, 2001, Di Salvatore, et al., 2008). Είναι επομένως προφανές και πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι, η σχεδιαζόμενη τεράστιας κλίμακας επέκταση των μεταλλευτικών δραστηριοτή-των στην περιοχή αυτή θα έχει πολύ δυσμενείς και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στη Γεωργία (επαγγελματική και ερασιτεχνική), στην Κτηνοτροφία (επαγγελματική και οικόσιτη), στην Υλοτομία, στη Μελισσοκομία αλλά και σε άλλες δραστηριότητες (ό-πως κυνήγι, συλλογή μανιταριών, σαλιγκαριών, άγριων χόρτων, κ.τ.λ.) που αναπτύσ-σουν οι κάτοικοι της περιοχής, αλλά και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου σε όλη τη χώρα.
Κατά συνέπεια, τελικό και αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα της σχεδιαζόμενης επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική θα είναι η πλή-ρης απαξίωση αγροτικής ζωής και των συναφών δραστηριοτήτων λόγω
α) της μειωμένης ποσότητας και της υποβαθμισμένης ποιότητας των φυτικών και ζωικών προϊόντων
β) της μειωμένης επιδότησης των αγροτικών προϊόντων που θα παράγονται σε υποβαθμισμένες περιοχές, σύμφωνα με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που θα ι-σχύσει από το 2013,
γ) της αδυναμίας κατανάλωσης ακόμη και των προϊόντων που θα παράγουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής και
δ) της αναγκαστικής αλλαγής του τρόπου ζωής των κατοίκων.
Όλα τα προηγούμενα δεν αφορούν μόνο τους επαγγελματίες γεωργο-κτηνοτρόφους καθώς σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου ασχολούνται λίγο-πολύ με αυτές τις δραστηριότητες. Επειδή όμως και οι γενικότερες συνθήκες που καθορί-ζουν την ποιότητα ζωής (θόρυβος, δονήσεις από ανατινάξεις, ποιότητα νερού και α-τμόσφαιρας) θα είναι δυσμενείς και οι ευκαιρίες απασχόλησης πολύ περιορισμένες τουλάχιστον ένα μέρος του πληθυσμού θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την περιοχή.
Συμπεράσματα
Η σχεδιαζόμενη τεράστια επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β. Α. Χαλκιδική θα προκαλέσει πολύ σοβαρές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στο γενικότερο περιβάλλον της περιοχής και όχι μόνο. Ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις θα υπάρξουν στην ποιότητα των εδαφών, των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, στην ανάπτυξη και στις αποδόσεις των καλλιεργούμενων φυτών ενώ θα είναι μάλλον αδύ-νατη η εκτροφή αγροτικών ζώων. Κατά συνέπεια θα επηρεαστεί αρνητικά η δυνατό-τητα ενασχόλησης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής με γεωργοκτηνοτροφικές και συναφείς δραστηριότητες αλλά και η δυνατότητα παραμονής και επιβίωσής τους στον τόπο καταγωγής τους.
Ευχαριστίες
Ευχαριστίες εκφράζονται στον Κοσμήτορα της Πολυτεχνικής Σχολής του Α-ριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Καθηγητή κ. Νικόλαο Μάργαρη, για την πρόσκληση να παρουσιάσω αυτή την εισήγηση στην Ημερίδα που οργανώθηκε από την Κοσμητεία της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ στις 24 Μαΐου 2012 και είχε ως τίτλο ‘Χρυσός στη Βόρεια Ελλάδα-Ευλογία και Κατάρα’.
Βιβλιογραφία
Ahsan, D.A. and Del Valls, T.A. 2011. Impact of Arsenic Contaminated Irrigation
Water in Food Chain: An Overview from Bangladesh. Int. J. Environmental
Research 5: 627-638.
Axaris, G.S., Chrysoulis, A.K. and Polyzopoulos, N.A. 1981. Contamination of soils
and crops by the chimney ‘dust’ of the magnesite processing plant in Gerakini, District of Chalkidiki. Proc. Int. Conf. Environmental Pollution 395-404.
Di Salvatore, M., Carafa, A.M. and Carratu, G. 2008. Assessment of heavy metals
phytotoxicity using seed germination and root elongation tests: A comparison of two growth substrates. Chemosphere: 1461-1464.
Duruibe, J.O., Ogwegbu, M.O.C. and Egwurugwu, J.N. 2007. Heavy metal pollution
and human biotoxic effects. Int. J. Phys. Sci. 2: 112-118.
Garbarino, J.R., Hayes, H., Roth, D., Antweider, R., Brinton, T.I., and Taylor, H.
1995. Contaminants in Mississippi River, U.S. Geological Survey Circular 1133, Virginia (http://www.pubs.usgs.gov/circ/circ1133/).
Habashi, F. 1992. Environmental Issues in the Metallurgical Industry-Progress and
Problems. Environmental Issues and Waste Management in Energy and Min-eral Production. Balkema, Rotherdam, pp 1143-1153.
Hye-Sook Lim, Jin-Soo Lee, Hyo-Taek Chon and Manfred Sager. 2008. Heavy metal
contamination and health risk assessment in the vicinity of abandoned Song-cheon Au-Ag mine in Korea. J. Geochemical Exploration 96: 223-230.
Ly-Verdu, S., Esteve-Turrillas, F.A., Pastor, A. and de la Guardia, M. 2010. Determi-
nation of volatile organic compounds in contaminated air using semiperme-able membrane devices. Talanta 80: 2041-2048.
Nagajyoti, P.C., Lee, K.D. and Sreekanth, T.V.M. 2010. Heavy metals, occurrence
and toxicity for plants: a review. Environmental Chemistry Letters 8: 199-216.
Navarro, M.C., Perez-Sirvent, C., Martinez-Sanchez, M.J., Vidal, J., Tovar, P.J. and
Bech, J. 2008. Abandoned mine sites as a source of contamination by heavy
metals: A case study in a semi-arid zone. J. Geochemical Exploration 96: 183-193.
Oyarzun, R., Cubas, P., Higueras, P., Lillo, J. and Llanos, W. 2009. Environmental
assessment of the arsenic-rich, Rodalguilar gold-(copper-lead-zinc) mining district, SE Spain: data from soils and vegetation. Environmental Geology 58: 761-777.
Peplow, D. 1999. Environmental Impacts of Mining in Eastern Washington. Center
for Water and Watershed Studies, Fact Sheet, University of Washington, Seat-tle.
Peplow, D. and Edmonds R. 2004. Health risks associated with contamination of
groundwater by abandoned mines near Twisp in Okanogan County, Washing-ton, USA. Environmental Geochemistry and Health 26: 69-79.
Prieto, G. 1998. Geochemistry of heavy metals derived from gold-bearing sulphide
minerals in the Marmato District (Colombia). J. Geochemical Exploration 64:
215-222.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου